- οἰνοχοΐδιον
- οἰνοχο-ΐδιον, τό, Dim. of οἰνοχόη, IG11(2).145.50 (Delos, iv B. C.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινοχοΐδιον — οἰνοχοΐδιον, τὸ (Α) [οινοχόη] μικρή οινοχόη … Dictionary of Greek